- ἐμπλάστρων
- ἔμπλαστρονsalveneut gen plἔμπλαστροςsalvefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπτόν — κοπτόν, τὸ (Α) 1. ονομασία διαφόρων εμπλάστρων 2. πίτα από σησάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. τού κοπτός, ρηματ. επίθ. τού κόπτω] … Dictionary of Greek
λεύκη — I (Βοτ.). Βλ. λ. λεύκα ή λεύκη. II (Ιατρ.). Κοινή ονομασία δερματικής πάθησης (vitiligo vulgaris) κατά την οποία εμφανίζεται διαταραχή χρώσης του δέρματος οφειλόμενη στην εξαφάνιση της μελανίνης κατά περιοχές. Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη, αν… … Dictionary of Greek
σάπωνας — ο / σάπων, ος, ΝΑ το σαπούνι* νεοελλ. φρ. α) «σάπωνας αμυγδάλου» ή «αμυγδαλοσάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που παρασκευάζεται από αμυγδαλέλαιο και καυστικό νάτριο και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων β) «ζωικός σάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που… … Dictionary of Greek
φοίνιξις — ίξεως, ἡ, ΜΑ [φοινίσσω] ερυθρότητα τού δέρματος, που οφείλεται σε ερεθισμό από την επίθεση εμπλάστρων ή άλλων υλικών, φοινιγμός* … Dictionary of Greek
λιθάργυρος — ο οξείδιο του μολύβδου που χρησιμοποιείται στην κατασκευή αλοιφών και εμπλάστρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)